- ἐξήκωσιν
- ἐξήκωto have reachedpres subj act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξήκω — ἐξήκω (Α) [ήκω] 1. φθάνω, έρχομαι («ἐπειδὰν αἱ κλήσεις ἐξήκωσιν εἰς τὸ δικαστήριον», Πλούτ.) 2. (για χρόνο) περνώ, λήγω («ἐπειδὴ τοίνυν ὁ χρόνος οὗτος ἐξήκει», Λυσ.) 3. (για χρησμούς, όνειρα κ.λπ.) πραγματοποιούμαι 4. (για μαγικές πράξεις)… … Dictionary of Greek